ποτικλάγω

ποτικλάγω
και ποτικλαίγω και ποτικλάϊγω και ποτικλαΐγω Α
(δωρ. τ.) (ως αμτβ.) συνδέομαι, συνάπτομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + -κλᾴγω (< θ. κλᾳγ-, με ουρανικό, πρβλ. αόρ. -κλᾳξ-α, μέλλ. κλᾳξ- τού κλᾴζω/ κλῄζω, μτγν. τ. τού κλείω/ κλῄω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”